-
1 τινάζω
τινάσσ||ω (αόρ. (ε)τίναξα) μετ.1) трясти, встряхивать; 2) вытряхивать, выбивать (ковёр и т. п.); 3) отряхивать, стряхивать (снег и т. п., тж. перен.); 4) бросать, метать; кидать; выбрасывать;τινάζω ψηλά — взметать, взрывать (снег, песок и т. п.);
§ τα τίναξε он испустил дух;τινάζω τα μυαλά μου (στον αέρα) — пускать себе пулю в лоб;
αυτός είναι να τινάζεις τον γιακά σου — он очень скверный человек;
τινάζω στον αέρα — взорвать, поднять на воздух;
1) — стряхивать с себя;τινάζομαι
2) подскакивать, вскакивать (с места);3) трястись (в экипаже); 4) быть выброшенным;τινάζομαι ψηλά — взметнуться (о пыли, снеге и т. п.);
§ τινάζομαι στον αέρα — взрываться, взлетать на воздух
-
2 τινάζω
[тиназо] р. встряхивать, стряхивать, сбрасывать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τινάζω
-
3 τινάζω
[тиназо] ρ встряхивать, стряхивать, сбрасывать. -
4 γιακάς
ο1) воротник, ворот;ανοιχτός γιακάς — отложной воротник;
σηκώνω το γιακά τού πανωφοριού μου — поднимать воротник пальто;
2) подзатыльник;§ τρώγω γιακάδες — а) получить подзатыльники; — б) получать взбучку;
του τίναξα το γιακά — я ему задал взбучку;
τινάζω το γιακάς μου — не желаю иметь с ним ничего общего
-
5 θερμόμετρο(ν)
το термометр, градусник;βάζω το θερμόμετρο(ν) — ставить термометр;
τινάζω το θερμόμετρο(ν) — стряхивать термометр
-
6 θερμόμετρο(ν)
το термометр, градусник;βάζω το θερμόμετρο(ν) — ставить термометр;
τινάζω το θερμόμετρο(ν) — стряхивать термометр
-
7 πέταλο(ν)
τό1) подкова; 2) лепесток;§ τινάζω τα πέταλα — откинуть копыта; — дать дуба; — отдать концы; — умереть
-
8 πέταλο(ν)
τό1) подкова; 2) лепесток;§ τινάζω τα πέταλα — откинуть копыта; — дать дуба; — отдать концы; — умереть
См. также в других словарях:
τινάζω — τινάζω, τίναξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τινάζω — τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν 1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού ναι τ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδι β. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ … Dictionary of Greek
τινάζω — τίναξα, τινάχτηκα, τιναγμένος 1. σείω, κλονίζω, τραντάζω: Τινάζω το δέντρο να πέσει καρπός. 2. αποδιώχνω: Τινάζω το χιόνι από το γιακά. 3. χτυπώ κάτι για να φύγει η σκόνη ή ό,τι άλλο υπάρχει: Τινάζω το χαλί και το τραπεζομάντιλο. 4. εκσφενδονίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεροτινάζω — τινάζω κάποιον στον αέρα … Dictionary of Greek
γυροβολιάζω — τινάζω τον αντίπαλο στην πάλη στο έδαφος … Dictionary of Greek
ανατινάζω — (Α ἀνατινάσσω) νεοελλ. τινάζω στον αέρα, γίνομαι αίτιος έκρηξης αρχ. 1. τινάζω προς τα επάνω 2. πάλλω, σείω, ταρακουνώ … Dictionary of Greek
εκτινάσσω — (AM ἐκτινάσσω) τινάζω μακριά, προς τα έξω, ξετινάζω, αποβάλλω με τίναγμα μσν. 1. αντικρούω 2. εξαλείφω 3. τρέμω αρχ. μσν. απομακρύνω, απωθώ αρχ. 1. σείω δυνατά για να καθαρίσω, τινάζω 2. αναγκάζω να βγει 3. αναζητώ επίμονα 4. (αμτβ.) ταράζομαι… … Dictionary of Greek
προστινάσσω — και δωρ. τ. ποτιτινάσσω Α [τινάσσω] 1. τινάζω κάτι προς το μέρος κάποιου 2. τινάζω κάτι ακόμη μια φορά … Dictionary of Greek
Idiom — This article is about phrases with figurative meaning. For other uses, see Idiom (disambiguation). Idiom (Latin: idioma, special property , f. Greek: ἰδίωμα – idiōma, special feature, special phrasing , f. Greek: ἴδιος – idios, one’s own ) is an… … Wikipedia
-γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… … Dictionary of Greek
άλλομαι — ἅλλομαι (Α) 1. (για έμψυχα και άψυχα) αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι 2. υπερβαίνω, υπερπηδώ 3. (για ήχο) ξεπηδώ, αντηχώ 4. (για μέλη τού ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, τρέμω 5. φρ. «ἅλλομαι ἐπί τινι», εφορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 6. στη… … Dictionary of Greek